- λατίνος
- Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Βασιλιάς του Λατίου. Βλ. λ. Λατίνοι.
2. Γιος του Οδυσσέα και της Κίρκης.
* * *-η, -ο (AM λατῑνος, -ίνη, -ον)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Λάτιο (α. «λατίνη διάλεκτος» β. «λατῑναι ἑορταί», Διον. Αλ.)2. (το αρσ. ως εθνικό όν.) οι Λατίνοιοι κάτοικοι τού αρχαίου Λατίουνεοελλ.1. (το αρσ. ως εθνικό όν.) Ρωμαίος2. το αρσ. ως ουσ. λατινιστής, καθηγητής τών Λατινικώννεοελλ.-μσν.1. Φράγκος τής μεσαιωνικής Ευρώπης κατά την εποχή τών σταυροφοριών2. Ρωμαιοκαθολικός στο θρήσκευμα, παπικός3. συγγραφέας που έγραψε στη λατινική γλώσσα κατά την αρχαιότητα ή κατά τον μεσαίωνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Latinus «ο κάτοικος ή ο καταγόμενος από το Λάτιο» < λατ. Latium «Λάτιο»].
Dictionary of Greek. 2013.